- εἰκοσέτης
- εἰκοσ-έτης, ον, ὁ,A = εἰκοσαετής, BMus.Inscr.2.390 (Cypr.):—fem. [suff] εἰκος-ετίς, ίδος, ἡ, AP 7.166 (Diosc. or Nicarch.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εἰκοσέτης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκοσέτη — εἰκοσέτης masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκοσέτην — εἰκοσέτης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκοσέτας — εἰκοσέτᾱς , εἰκοσέτης masc acc pl εἰκοσέτᾱς , εἰκοσέτης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έτος — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… … Dictionary of Greek